τίντα

τίντα
η, Ν
τυπογραφικό μελάνι ανοιχτού τόνου και απαλού χρώματος που χρησιμοποιείται για εκτύπωση χωρίς τονικές διακυμάνσεις σε μεγάλες, συνήθως, επιφάνειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. tint < υστερολατ. tincta < θηλ. τού λατ. tinctus, παθ. μτχ. τού tingo «βρέχω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”